τσαχπιναρ(ε)ιό

τσαχπιναρ(ε)ιό
το, Ν
(περιπαικτικά) τσαχπίνης («τσαχπιναριό τού διαβόλου! έλεγον μεταξύ των», Καρκαβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαχπίνης + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”